κακολογώ — κακολογώ, κακολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κακολογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακολογώ — κακολόγησα, κακολογήθηκα, κακολογημένος, λέω κακά λόγια για κάποιον, τον κατηγορώ: Δε σε κακολογώ γι αυτή σου την πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακολογῶ — κακολογέω revile pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακολογέω revile pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσεύω — κακολογώ, κουτσομπολεύω: Γλωσσεύει όλους τους γείτονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
κακογλωσσεύω — [κακόγλωσσος] 1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ 2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον … Dictionary of Greek
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αβανεύω — [αβανιά] 1. συκοφαντώ, κακολογώ 2. αδικώ … Dictionary of Greek